Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΒΙΕΝΝΗ, ΑΥΣΤΡΙΑ
ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1858
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Χιόνι. 'Οπου κι αν κοίταζε, χιόνι. Ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να της τραβήξει την προσοχή, εκτός από εκείνον, τον οποίο έψαχνε εδώ και αρκετή ώρα μέσα στο πλήθος αλλά δεν έβρισκε. Τίποτα, ούτε η υπέροχα στολισμένη πλατεία, ούτε τα υπέρλαμπρα μπλε ελεκτρίκ φωτάκια που τύλιγαν το πανύψηλο χριστουγεννιάτικο δέντρο, ούτε η εορταστική μουσική υπόκρουση που απλωνόταν απ’άκρη σ’άκρη της πλατείας. Μόνο εκείνος, ο οποίος έλαμπε δια της απουσίας του. Γιατί όμως;; Είχε ακούσει το προηγούμενο βράδυ τους γονείς της να λένε ότι θα ερχόταν στην πλατεία γύρω στις 11, και πλέον ήταν 11:50. Δεν μπορούσε να συνεχίσει το ψάξιμο, σε λίγο θα άλλαζε ο χρόνος και έπρεπε να γυρίσει στο σημείο όπου βρισκόταν οι γονείς της...
Όμως να τος!! Ντυμένος με λίγα για την εποχή ρούχα χαμογέλασε στιγμιαία. Έλαμπε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκεί γύρω, πιο πολύ από τα πυροτεχνήματα που από στιγμή σε στιγμή θα έκαναν την εμφάνισή τους στον παγωμένο χειμωνιάτικο νυχτερινό ουρανό, πιο πολύ ακόμη κι από το χιόνι. Το ντύσιμο του είχε το λευκό ως κύριο στοιχείο, κάτι που έρχοταν σε ταύτιση με το αστραφτερό του πρόσωπο. Και ενώ συνέχιζε να τον παρακολουθεί μαγεμένη, παρατήρησε και κάτι άλλο. Κάτι αλλόκοτο, ασυνήθιστο,  μα  τόσο ελκυστικό και σαγηνευτικό. Δυο λευκά φτερά να ξεπροβάλλουν από τους γυμνασμένους του ώμους. Είχαν πυκνές ρίζες και πήγαιναν προς τα πάνω μέχρι το ύψος του κεφαλιού του και έπειτα σχηματίζοντας μια καμπύλη πρώτα έπαιρναν μια κατακόρυφη κλίση προς το έδαφος, το οποίο χάιδευαν απαλά με τις άκρες τους. Το πίσω μέρος τους καλυπτόταν από πούπουλα, ακριβώς όπως αυτά των μαξιλαριών. Αριστερά και πίσω του τον φώτιζε το φεγγάρι σχηματίζοντας τέλεια τη σκιά του στο χιόνι αλλά και μια άλλη σκιά, πιο σπάνια και πιο άρτια. Ήταν μια ιριδίζουα θολή αλλά διακριτή γραμμή που ξεπρόβαλε πέρα από τη σκιά του. Τότε παρατήρησε ότι προέρχοταν απο το περίγραμμα των φτερών του. Οι υπόλοιποι όμως δεν είχαν προσέξει τίποτε απο όλα αυτά. Αλλά δεν ήταν αυτό που της έκανε εντύπωση. Ήταν το γεγονός ότι όλο αυτό -το λευκό ντύσιμο, τα φτερά, τις σκιές- ένιωθε να τα είχε δει αμέτρητες φορές. Μα δεν ήταν δυνατόν, τον γνώριζε λίγες μόλις μέρες. Και πάλι όμως... φτερά??? Πώς της ήρθε!?!? Τόσο πολύ την είχαν μαγέψει τα έξι αυτά δευτερόλεπτα που τον κοιτούσε!! Τίποτε απ'αυτά όμως δεν είχε ουσιαστική σημασία πέρα απ'το ότι τελικά ήρθε.Κι έτσι από βαρετή διαδικασία, η έξοδος αυτή με τους γονείς της απέκτησε ενδιαφέρον, έτσι απλά.
''Ήρθες!! Νόμιζα ότι άλλαξες γνώμη και είχα αρχίσει να απογοητεύομαι''
''Άλλαξα γνώμη;; Πώς ήξερες ότι θα έρθω;;'' είπε εκείνος καχύποπτα.
''E, να... άκουσα τους γονείς μου να το λένε''
''Άκουσες ή κρυφάκουσες;;''
''Δεν κρυφάκουσα!!'' είπε κοφτά, όμως τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά της μαρτυρούσαν ακριβώς το αντίθετο.
Εκείνος την κοίταξε επίμονα, περιμένοντας μια διαφορετική, πιο πειστική απάντηση.
''Εντάξει, το παραδέχομαι, το έκανα, αλλά δεν το κάνω συχνά, μόνο όταν μιλάνε για σένα.'' παραδέχτηκε.
''Μάλιστα.'' είπε εκείνος αμήχανα. ''Πρέπει να βρούμε τους γονείς σου πριν αλλάξει ο χρόνος.'' είπε προσπαθώντας να αλλάξει θέμα.
''Μην αλλάζεις θέμα'' είπε απότομα και επιτακτικά εκείνη, ξαφνιάζοντάς και εκείνον, αλλά ακόμη περισσότερο τον εαυτό της. Πριν καν εκείνος προλάβει να αντιδράσει, εκείνη συνέχισε: ''Ξέρω... ούτε ο χρόνος ούτε ο τόπος ούτε ο τρόπος είναι κατάλληλοι για να σου πω ότι... σ’αγαπώ. Και είναι αλήθεια, το νιώθω, δεν είναι ένα επιπόλαιο συναίσθημα''
Εκείνος δεν αντέδρασε ιδιαίτερα, κάτι που την ξάφνιασε. Ήταν περίεργο, περισσότερο ξαφνιάστηκε εκείνη με τον τρόπο που εκείνος (δεν) αντέδρασε, παρά εκείνος με αυτά που του είπε.
''Από την πρώτη κιόλας ημέρα που κοιταχτήκαμε σε εκείνο το τραπέζι τη μέρα των Χριστουγέννων (θυμάσαι;;), ένιωσα μια πρωτόγνωρη και πανίσχυρη έλξη που δεν έχω ξανανιώσει ποτέ. Έπειτα δεν άργησα να καταλάβω ποια ήταν τα συναισθήματα που μου προκαλείς κάθε φορά που είμαι δίπλα σου.''
Εκείνος όχι απλώς δεν ξαφνιαζόταν, αλλά έδειχνε να τα έχει ξανακούσει. 'Επειτα από αρκετή ώρα σιωπής, άνοιξε επιτέλους το στόμα του και είπε: ''Όπως και να'χει, τίποτα απ'όλα αυτά δεν έχει σημασία, ήρθα στην πόλη μόνο για τις γιορτές, σε 2 μέρες φεύγω''
''Φεύγεις;'' ρώτησε εκείνη, νιώθοντας τα μάτια της να βουρκώνουν. Πριν μπει όμως στη διαδικασία να προσπαθήσει να τον πείσει να μείνει περισσότερο, στάθηκε στην εξής κουβέντα που είπε: ''Όπως και να'χει''. Δηλαδή υπήρχε περίπτωση να του άρεσε και εκείνος να το έκρυβε λόγω του ότι θα έμενε για πολύ λίγο; Δηλαδή υπήρχε ελπίδα;
'' Όπως και να'χει';; Τι σημαίνει αυτό; Μήπως το ότι μπορεί να νιώθεις πράγματα για μένα, αλλά τα καταπνίγεις επειδή δε θα μείνεις για πολύ;''.
Kαι δεν ήταν ένας ευσεβής πόθος της, ήταν η αλήθεια, η ΑΛΗΘΕΙΑ του. Όχι αυτή ακριβώς βέβαια, αλλά ένα κομμάτι της.
'' Όχι βέβαια!'' απάντησε εκείνος, αλλά το ότι έλεγε ψέματα ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές.
'' Ή μήπως φοβάσαι το ότι οι γονείς μου θα θεωρήσουν ότι καταχράστηκες την φιλοξενία τους επειδή με βλέπεις ερωτικά; '', επέμεινε εκείνη, νιώθοντας παράλληλα και λίγο περήφανη αφού κατάφερε σχεδόν να τον κάνει να αποκαλυφθεί.
Προσπάθησε να της απαντήσει, αλλά δεν έβρισκε κάτι το πειστικό. Μάλλον είχε φτάσει η ώρα. Αχ… να μπορούσε να της εξηγήσει τι βάρος κουβαλούσε μέσα του, πόσο τον βάραινε αυτό που επακολουθούσε!! Από τη μια ευχόταν να μην ήταν η σειρά του, αλλά από την άλλη δε θα ήταν δίκαιο για εκείνη που την προηγούμενη φορά ήταν η δική της σειρά. Άλλωστε, η διαδικασία ήταν συγκεκριμένη κάθε φορά, τώρα είχε έρθει η δική του σειρά και έπρεπε να σφίξει τα δόντια και να το υπομείνει. Δεν παρέτεινε λοιπόν άλλο τον πόνο του: σταμάτησε επιτέλους να αντιστέκεται, κάτι που του ήταν υπερβολικά δύσκολο να κάνει όποτε την έβλεπε, την άρπαξε και τη φίλησε, πιο γρήγορα και γλυκά απ’ότι εκείνη θα περίμενε, πιο τέλεια απ’ότι εκείνη θα μπορούσε να φανταστεί. Τα χείλη τους ήταν σαν δυο μισά που συμπλήρωναν ένα τέλειο ολόκληρο, τα κορμιά τους έμοιαζαν σαν να ήταν γεννημένα ώστε όταν θα ενωνόταν, να μην ξεκολλούσαν ποτέ πια. Όμως δε θα έφταναν ποτέ ως εκείνο το σημείο, δεν μπορούσαν, το φιλί ήταν το ταβάνι τους, κάθε φορά εκεί τελείωναν όλα, κάποιες φορές ίσως και νωρίτερα.
Αυτό το υπέροχο παρατεταμένο φιλί!! Πόσα χρόνια θα περνούσαν μέχρι το επόμενο!! Αυτό σκεφτόταν εκείνος, αλλά προσπαθούσε να μην το σκέφτεται άλλο, να μην σκέφτεται τίποτε, ήθελε απλώς να απολαύσει τη στιγμή. Εκείνη πάλι το αγνοόυσε αυτό. Σταμάτησε το φιλί τους και τον κοίταξε. Ένιωσε να πνίγεται, κατά ένα παραδόξως ευχάριστο τροπο. Τον κοιτούσε στα μάτια. Στην αρχή ένιωσε ένα κύμα ζέστης, ευφορίας και ζαλάδας μαζί. Κοιτώντας όμως πιο προσεκτικά ένιωσε να έρχονται μέσα απ'τα μάτια του κύματα πάθους και να κατεθύνονται κατεθείαν στα δικά της. Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσει τα κύματα αυτά ηταν να συνεχίσει το φιλί, στο οποίο είχε δώσει μια παύση που εξέπληξε και τους δυο. Κανείς τους δεν περίμενε ότι θα άντεχε την παύση αυτή και έτσι σχεδόν ταυτόχρονα είπαν να δώσουν ένα τέλος, να σταματήσουν να αντιστέκονται και να παραδωθούν. Η στιγμή έφτανε, το ένιωθαν και οι δυο, εκείνη βέβαια δεν το γνώριζε, απλώς άρχιζε να νιώθει το σώμα της να γίνεται ολοένα και πιο ελαφρύ. Ώσπου έγινε σκόνη στον άνεμο και δεν απέμεινε τίποτε.
Και ενώ γύρω οι άνθρωποι ευχόταν ο ένας στον άλλο για το νέο έτος που μόλις είχε μπει, εκείνος βίωνε για μια ακόμη φορά τον ίδιο απαίσιο πόνο, που όμοιό του δε βίωσε ποτέ κανείς. Εκτός από εκείνη φυσικά, που μαζί της σήκωνε αιώνια αυτό το τεράστιο φορτίο. Έπειτα ένιωσε ένα δάκρυ να κυλά από το μάγουλό του, να πέφτει κάτω, και να γίνεται ένα με τις νιφάδες του χιονιού. Για χιλιοστή ίσως φορά, ανάμεσα στους αμέτρητους αιώνες.

Καλωσηρθατε!!

 Γεια σας! Ειμαι ο Αλεξανδρος Ψαλλιδακης, ειμαι 17 ετων και μενω στο ηρακλειο της κρητης. Δημιουργησα αυτο το blog ωστε να ανεβαζω τα κεφαλαια της fanfic σειρας μου ''Χαμενος Παραδεισος'', η οποια ειναι βασισμενη στη σειρα βιβλιων της Lauren Kate, Fallen. Ελπιζω να σας αρεσει η δουλεια μου και ειμαι ανοικτος να ακουσω καθε γνωμη πανω σ'αυτη.